Το πιθανότερο είναι πως σε μερικά χρόνια θα δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε το όνομα του. Θα έχει περάσει στο πίσω μέρος του μυαλού μας, όπου και βρισκόταν μέχρι και πριν το Μουντιάλ. Οι αθλητικογράφοι του μέλλοντος δύσκολα θα κάνουν μνεία στο πρόσωπο του όταν θα μιλάνε για το Παγκόσμιο Κύπελλο, που κατέκτησε η Ιταλία το 2006. Θα του αφιερώνουν ελάχιστο χρόνο πριν περάσουν στο καταπληκτικό αμυντικό παιχνίδι του Καναβάρο, το φινάλε του Ζιντάν, την κουτουλιά στον Ματεράτσι, την σταθερότητα του Μπουφόν.
Είναι πολύ πιθανό να τον ξεχάσουμε και να μην ασχοληθούμε ξανά μαζί του. Ίσως να μην έχει θέση στο πάνθεον των ποδοσφαιρικών αστέρων που έχουμε (ή μας έχουν) φτιάξει. Μάλλον δεν μπορεί να συγκριθεί με παίχτες όπως ο Ρικέλμε, ο Τζέραρντ, ο Κακά ή ακόμη-ακόμη κι ο Κλόζε.
Οι μεγάλοι παίχτες, όμως, φαίνονται στα δύσκολα. Λίγο πριν το σφύριγμα της λήξης. Όταν ο χρόνος τελειώνει. Όταν όλοι φοβούνται μήπως και κάνουν το λάθος και βαπτιστούν «μοιραίοι».
Στο φετινό, λοιπόν, Μουντιάλ υπήρξε ένας παίχτης, ο οποίος στο 90ο λεπτό του αγώνα Ιταλία-Αυστραλία «κέρδισε» το πέναλτι, που έστειλε την ομάδα του στην επόμενη φάση. Εκεί η χώρα του συνάντησε την διοργανώτρια Γερμανία, την οποία και απέκλεισε με 2-0. Το πρώτο γκόλ -το πιο δύσκολο- ήταν δικό του. Δυο μόλις λεπτά πριν ο αγώνας πάει στα πέναλτι. Σήμερα, ο ίδιος παίχτης είχε επιλεχθεί να χτυπήσει το τελευταίο πέναλτι από πλευράς Ιταλίας. Αν επιτύγχανε, η ομάδα του γινόταν πρωταθλήτρια κόσμου. Αν όχι, έβαζε την Γαλλία ξανά στην διεκδίκηση του Κυπέλλου.
Αυτός ο παίχτης δεν ήταν ούτε ο Τότι, ούτε ο πολύς Τζιλαρντίνο, ούτε καν ο «il fantastico» Πίρλο. Ήταν ένα 29χρονο ψηλόλιγνο παλικαράκι, που παίζει στην 8η του φετινού Ιταλικού Πρωταθλήματος Παλέρμο και καθιερώθηκε στην Εθνική Ιταλίας μόλις πέρσι. Ήταν ο
Fabio Grosso και το πέναλτι το έβαλε.