Όποιος έχει διαβάσει το
«Fever Pitch» ή το
«Οιδίπους Σέντερ Μπακ», το ξέρει καλά. Δεν υπάρχουν πολλές εμπειρίες σαν το γήπεδο. Τα πράγματα, που μπορούν να σε κάνουν να φωνάξεις, να αγχωθείς, να πικραθείς, να γελάσεις, να
πανηγυρίσεις αγκαλιασμένος με τους διπλανούς σου είναι ελάχιστα. Μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Πάντα θυμάσαι την πρώτη φορά που πήγες στο γήπεδο. Συνήθως είσαι μικρό παιδάκι και σε έχει από το χέρι ο πατέρας σου. Ο αγώνας είναι εντός έδρας και με κάποια μικρή ομάδα. Φεύγεις
νικητής, περήφανος για την ομάδα σου και με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Όσο χρόνια κι αν περάσουν το θυμάσαι. Συγκαταλέγεται στις ιστορίες που λες και ξαναλές.
«Στην Λεωφόρο με την Κόρινθο. Είχε βάλει δυο γκολ ο Σαραβάκος».
Η μαγεία του γηπέδου είναι η
ανομοιογένεια της κερκίδας. Οι παππούδες που μιλάνε για τον
Λινοξυλάκη δίπλα-δίπλα με τους πιτσιρικάδες, που παραπονιούνται γιατί το ματς πήγε στην παράταση και αύριο έχουν σχολείο. Χυδαία συνθήματα παρέα με
«τρυφερά» πανό σαν το απο πάνω. Επίσης, όταν είσαι στο γήπεδο δεν έχεις την πολυτέλεια του replay, του zoom, των πολλών διαφορετικών γωνιών λήψης. Έχεις, όμως, την χαρά του να γυρνάς στον διπλανό σου και να ρωτάς «
τι έγινε; τι έγινε;», να παίρνεις τηλέφωνο φίλους για να μάθεις αν η ανατροπή που είδες ήταν όντως πέναλτι, να γελάς με τον τύπο από πίσω σου, που μπορεί να φάει ένα 90λεπτο βρίζοντας έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Εκείνον με τα
μαύρα.
Κάποιοι λένε πως υπάρχουν ωραιότερα (και σοβαρότερα) πράγματα να κάνεις από το να πας γήπεδο. Ίσως…Κανένα, όμως, από αυτά δεν μπορεί να σε κρατήσει
βραχνιασμένο για περισσότερες από μια μέρες.