«Σε φαντάζομαι μπροστά από την σκοπιά να καπνίζεις». Ένα ακόμη αγχωμένο –μεταμεσονύχτιο- τηλεφώνημα. Νυστάζεις, είσαι έτοιμη να κοιμηθείς. Προσπαθείς να κρατηθείς. Να μου κρατήσεις παρέα. Με φαντάζεσαι να καπνίζω. Σε φαντάζομαι κουκουλωμένη κάτω από βαριά σκεπάσματα. Κανείς από τους δυο δεν είναι απόλυτα σωστός.
Όταν κλείνουμε ρίχνω κλεφτές ματιές στο «βιβλίο μου». Ούτε θυμάμαι πότε έπεσε στα χέρια μου. Το έχω ξεκινήσει τις τελευταίες μέρες. Διαβάζω για μια πέρφορμανς του Beuys. Ένα πιάνο τυλιγμένο με τσόχα. Ένα πιάνο καταδικασμένο στην σιωπή.
Φαντάζομαι έναν φαντάρο τυλιγμένο με τσόχα. Δίπλα του πεταμένες γόπες. Κι ένα τηλέφωνο.
Με «ξυπνάει» το «Αλτ, τις ει;» του σκοπού β΄. Ήρθε η αλλαγή μας.
Όταν κλείνουμε ρίχνω κλεφτές ματιές στο «βιβλίο μου». Ούτε θυμάμαι πότε έπεσε στα χέρια μου. Το έχω ξεκινήσει τις τελευταίες μέρες. Διαβάζω για μια πέρφορμανς του Beuys. Ένα πιάνο τυλιγμένο με τσόχα. Ένα πιάνο καταδικασμένο στην σιωπή.
Φαντάζομαι έναν φαντάρο τυλιγμένο με τσόχα. Δίπλα του πεταμένες γόπες. Κι ένα τηλέφωνο.
Με «ξυπνάει» το «Αλτ, τις ει;» του σκοπού β΄. Ήρθε η αλλαγή μας.