Οι τοίχοι είναι άσπροι, φρεσκοβαμμένοι, σημάδια από μπογιές παντού. Δεν υπάρχει τίποτα στο σπίτι, μόνο κάτι σχέδια έχουν προλάβει να δηλώσουν παρόν και
κόβουν βόλτες ανάμεσα στους τοίχους.
Μερικά από αυτά τα έχω ξαναδεί. Ένα βράδυ στην Αμοργό, ξημερώματα, μισομεθυσμένοι κοιτάζοντας την ανατολή. Αλλά και πιο παλιά. Στην Πλατεία Μαβίλη, με μια μπύρα στο χέρι και με ένα χαμόγελο γεμάτο αμηχανία στο πρόσωπο.
Είμαι διαφορετικός πια. Μπορεί να είμαι χειρότερος. Τα σπίτια που ήθελα τότε να ζήσω είναι διπλαμπαρωμένα, ερημωμένα, κλειστά. Δεν μένει κανείς πια εκεί. Οι ένοικοι έχουν φύγει για νέα, περίεργα μέρη και κάτι μέσα μου με κάνει να σκέφτομαι πως βρήκαν επιτέλους τον δρόμο για τα «εξωτικά νησιά». Έστω και χωρίς εμένα…
Δεν έχει πια σημασία, δεν έχει πια νόημα. Το τηλέφωνο χτυπάει για ακόμη μια φορά κι εγώ απλά θέλω να κοιμηθώ δίπλα σου.
Όλα δείχνουν καλά….